βραχείς
Look at other dictionaries:
βραχεῖς — βραχύς short masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRACCATA Gallia — vulgi La Provence. Nomen habet a braccis, quae Isidoro sic dictae videntur, quod sint breves, et corporis verenda iis velentur, quasi dicas βραχεῖς ἐςθῆται. Imo Braccae sunt βράκη, vel βράκια, h. e. ῤάκη vel ῥἀκια, inquit Casaubonus, qui minime… … Hofmann J. Lexicon universale
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
δεκάσημος — ο (Α δεκάσημος, ον) στίχος ή ρυθμός αποτελούμενος από δέκα βραχείς χρόνους … Dictionary of Greek
διδύναμος — ο, η 1. χημ. δισθενής 2. βοτ. φυτό με τέσσερις στήμονες, δύο μακρούς και δύο βραχείς … Dictionary of Greek
εφτάχρονος — η, ο (ΑΜ ἑπτάχρονος, ον) νεοελλ. επταετής αρχ. μσν. με επτά βραχείς χρόνους στην προσωδία … Dictionary of Greek
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… … Dictionary of Greek
μονοτονία — η (ΑΜ μονοτονία) [μονότονος] 1. έλλειψη ηχητικής ποικιλίας που προκαλεί ανία 2. (στη βυζαντινή μουσική) είδος ψαλμωδίας συντεθειμένης σε απλούς και βραχείς χρόνους με γοργό ή δίγοργο σημείο νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) η έλλειψη κάθε περιγραφικής… … Dictionary of Greek
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek